αλειμματοθέτης
Смотреть что такое "αλειμματοθέτης" в других словарях:
αλειμματοθέτης — ο εργάτης που ασχολείται με τη λίπανση τών μηχανών, ο λιπαντής. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλειμμα + θέτης < τίθημι, θέτω] … Dictionary of Greek
άλειμμα — το (Α ἄλειμμα) κάθε υλικό που χρησιμοποιείται για επάλειψη, η αλοιφή νεοελλ. 1. πράξη τού αλείφω, επάλειψη, επίχριση 2. το ζωικό ή φυτικό λίπος που χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως αναπλήρωμα τού βουτύρου, πάχος, ξίγγι 3. το χοιρινό λίπος που… … Dictionary of Greek